Ανήκει στην οικογένεια Παπαβερίδες (Papaveraceae) και περιλαμβάνει πολυάριθμα είδη (υπάρχουν δέκα ποικιλίες παπαρούνας στην Ελλάδα). Πιο διαδεδομένη είναι η Μήκων η Ροιάς, η κόκκινη παπαρούνα των λιβαδιών, που έχει στεφάνη έντονου κόκκινου χρώματος (σπανιότατα λευκό). Αρκετά συγγενικά είδη αυτοφύονται στην Ελλάδα όπως τα: Π. η Αργεμώνη, Π. το υβρίδιο, Π. η μελανοβαφής, Π. το Άπουλο κλπ. Το είδος Π. η υπνοφόρος σε άλλες χώρες καλλιεργείται για την παραγωγή οπίου. Το όνομά της όπως λέει ο Διοσκουρίδης το πήρε γιατί ρίχνει γρήγορα το άνθος της. Ο Θεόφραστος προσθέτει ότι φυτρώνει ανάμεσα στα κριθάρια σαν παράσιτο.
Η παπαρούνα ήταν ιερό φυτό της θεάς Δήμητρας, καθώς σαν παράσιτο των σιτηρών συμβόλιζε με την παρουσία της τη Δήμητρα, στα ανοιξιάτικα σπαρτά. Απαραίτητη στα Ελευσίνια Μυστήρια όπου οι πομπές στόλιζαν τα αγάλματα της θεάς με άνθη παπαρούνας. Οι αρχαίοι γνώριζαν καλά τις υπνωτικές και ναρκωτικές ιδιότητες του φυτού, καθώς οι γιοι του Άδη ο Ύπνος και ο Θάνατος παριστάνονταν να κρατούν παπαρούνες στα χέρια τους. Είναι προφανής ο συμβολισμός της χρήσης του φυτού καθώς από τον ύπνο που μπορεί να προκαλέσει η κοινή παπαρούνα (Μήκων η Ροιάς Papaver Rhoeas) φθάνουμε στον θάνατο που μπορεί να προκαλέσει η οπιούχος παπαρούνα (Μήκων η υπνοφόρος Papaver somniferum).
Η χριστιανική παράδοση θέλει την παπαρούνα να φυτρώνει κάτω από το σταυρό του Χριστού στο Γολγοθά και να δέχεται τις σταγόνες από το αίμα του Εσταυρωμένου ανάμεσα στα πέταλά της, σταγόνες που της χάρισαν το κατακόκκινο άλικο χρώμα της.
Τα παραπάνω είδη παπαρούνας είναι φυτά μονοετή, με βλαστό ύψους 20 – 50 εκ. συνήθως και φύλλα πτεροσχιδή και οδοντωτά. Έχει άνθη μεγάλα, κόκκινα στα περισσότερα είδη, με ποδίσκο μακρύ, ακόμα και καλλωπιστικές ποικιλίες με κατακόκκινα, πορφυρά, ρόδινα, σομόν, κίτρινα ή λευκά άνθη, ακόμα και καλλωπιστικά υβρίδια. Τα άνθη της βγαίνουν την άνοιξη από τις μασχάλες τον φύλλων, πάνω σε μακριούς, τριχωτούς ποδίσκους και στρέφονται προς τα κάτω, πριν ακόμα ανοίξουν. Όταν ανοίξουν, ορθώνονται. Έχουν δύο τριχωτά σέπαλα, τέσσερα βαθυκόκκινα, αστραφτερά πέταλα, με μαύρη τη βάση τους. Οι στήμονες είναι πολλοί, μικροί, μαύροι. Οι καρποί είναι ατρακτοειδείς κάψες, (λέγονται κωδίες) που με τρύπες,, κοντά στην κορυφή τους, απελευθερώνουν 8-10 σπόρους, με τους οποίους το φυτό πολλαπλασιάζεται.
Η παπαρούνα υπάρχει αυτοφυής σε χέρσα, ηλιόλουστα χωράφια, σε βοσκότοπους, σε παρυφές δρόμων, αλλά και σε καλλιεργημένους αγρούς, όπου θεωρείται ζιζάνιο. Προτιμά υγρά, συνεκτικά εδάφη. Τα φυτά που αυτοφύονται σε καλλιεργούμενους και χέρσους αγρούς, συλλέγονται όταν είναι νεαρά, από το τέλος του φθινοπώρου μέχρι την άνοιξη πριν ανθίσει, βράζονται και προσφέρονται ως σαλάτα, μόνα τους ή μαζί με άλλα χόρτα ή προσθέτονται σε χορτόπιτες, με άλλα μυρωδικά χόρτα, όπως καυκαλήθρες και μυρώνια. Στην αρχαιότητα οι σπόροι της χρησιμοποιούνταν στην παρασκευή ψωμιών τους «μακωνίδες άρτους». Σήμερα σε ορισμένες περιοχές, μαζεύονται οι σπόροι της το καλοκαίρι, που προστίθενται σε ψωμί ή παξιμάδια.
Αν κανείς θελήσει, μπορεί να καλλιεργήσει παπαρούνα σπέρνοντάς την κατά το φθινόπωρο ή αργότερα, σε γραμμές που θα απέχουν μεταξύ τους 20 περίπου εκ. Επειδή ο σπόρος είναι πολύ μικρός δεν χρειάζεται σκέπασμα, η βροχή ή ένα πότισμα με ποτιστήρι θα τον σκεπάσει με αρκετό χώμα.
Η παπαρούνα έχει ιδιότητες κατευναστικές και εφιδρωτικές, γι αυτό και χρησιμοποιήθηκε από παλιά ως φαρμακευτικό φυτό. Η κοινή παπαρούνα περιέχει ένα αλκαλοειδές, τη ροϊαδίνη, που είναι ηρεμιστική. Περιέχει επίσης σίδηρο, μαγγάνιο, κάλιο, ασβέστιο, ανόργανα και οργανικά οξέα. Το έγχυμα των ανθέων της, αλλά και το δραστικότερο σιρόπι τους πίνεται ως αντιβηχικό, μαλακτικό και καταπραϋντικό.
Πηγή
Tags
Tips