Η ουρική αρθρίτιδα είναι η πιο κοινή φλεγμονώδης αρθρίτιδα που αναφέρεται στις χώρες του δυτικού κόσμου.
Είναι μια μεταβολική κατάσταση η οποία είναι συνδεδεμένη με αυξημένα επίπεδα ουρικού οξέως.Επιπλέον είναι συνυφασμένη τόσο με την παχυσαρκία όσο και με την υπέρταση (Rho, et al., 2016).
Επιπλέον, η υπερουριχαιμία είναι πολύ συχνή σε άτομα με μεταβολικό σύνδρομο (Villegas, et al., 2012).
Περίπου το ένα τρίτο του ολικού ουρικού οξέως πλάσματος προέρχεται από διαιτητικές πηγές πουρινών όπως προϊόντα κρέατος, ζωικά όργανα, θαλασσινά και μανιτάρια. Πηγές πλούσιες σε πουρίνες αυξάνουν σημαντικά το ουρικό οξύ πλάσματος όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι λήψη τροφίμων πολύ πλούσιων σε πουρίνες μπορεί να αυξήσει το ουρικό οξύ πλάσματος κατά 1,0- 2,0mg/dL μέσα σε 24 ώρες, ενώ λαμβάνοντας ποσότητα τροφής ίσης σε θερμίδες αλλά πτωχής σε πουρίνες για να υπάρξει η ίδια μείωση στα επίπεδα του αίματος θα χρειαστεί να περάσει διάστημα από 7 έως 10 ημέρες. Ειδικότερα όμως, τροφές που περιέχουν περισσότερη αδενίνη έχουν μεγαλύτερη επίδραση στα επίπεδα UA πλάσματος απ ότι αν η διαιτητική πηγή περιέχει περισσότερη γουανίνη, όπως επίσης και αντίστοιχα αποτελέσματα επέρχονται από την κατανάλωση τροφίμων που περιέχουν περισσότερο RNA απ’ ότι DNA αντίστοιχα. Επίσης πηγές υποξανθίνης, AMP (μονοφωσφορική αδενοσίνη), GMP (μονοφωσφορική γουανοσίνη), IMP (μονοφωσφορική ινοσίνη) και αδενίνη προκαλούν μεγαλύτερες μεταβολές στα επίπεδα UA απ’ ότι η ξανθίνη και η γουανίνη. Γίνεται κατανοητό λοιπόν, ότι υπό ίδιες παθολογικές συνθήκες μπορούν να προκληθούν και διαφορετικά αποτελέσματα από τη λήψη διαφορετικών ειδών πουρίνης από την τροφή.
Επιπλέον, η αυξημένη πρόσληψη τροφίμων πλούσιων σε πουρίνες για μεγάλα χρονικά διαστήματα μπορεί να επιφέρει ινσουλινοαντίσταση και τέλος εντατικοποίηση της υπερουριχαιμίας μέσω την μειωμένης απέκκρισης ουρικού οξέως που προκαλεί η αντίσταση στην ινσουλίνη, έχοντας έτσι ένα φαύλο κύκλο (Ekpenyong & Nyebuk, 2015).
Συνοψίζοντας όμως στην κατανάλωση φυτικών πηγών πλούσιων σε πουρίνες, δεν έχει συσχετιστεί με κίνδυνο εμφάνισης υπερουριχαιμίας και ουρικής αρθρίτιδας κυρίως λόγω της χαμηλής τους περιεκτικότητας σε πουρίνες συγκριτικά με αυτή των ζωικών πηγών(Choi, et al., 2004) (Villegas, et al., 2012) (Ekpenyong & Nyebuk, 2015). Ειδικότερα η κατανάλωση αρακά, φακής και φασολιών θεωρείται ασφαλής, όχι όμως και η κατανάλωση σόγιας και αποξηραμένων μανιταριών (Ekpenyong & Nyebuk, 2015).
Σε γενικές γραμμές το αλκοόλ έχει φανεί ότι αυξάνει τον κίνδυνο για εμφάνιση υπερουριχαιμίας.
Πιο συγκεκριμένα, η κατανάλωση άνω των 15 γραμμαρίων ανά ημέρα αυξάνει τον κίνδυνο κατά 93% σε σχέση με τα άτομα που δεν πίνουν αλκοόλ. Το αλκοόλ και ειδικότερα η μπύρα, έχει συσχετιστεί με κατά 2,5 φορές αυξημένο κίνδυνο για ουρική αρθρίτιδα και τα βαριά ηδύποτα κατά 1,6 φορές (Torralba, etal., 2012). Όσον αφορά στο κρασί, κατανάλωση περίπου 240 mlκρασιού την ημέρα δεν σχετίζεται με αύξηση του κινδύνου για υπερουριχαιμία και ουρική αρθρίτιδα. Αυτό το γεγονός είναι πιθανό να οφείλεται στις αντιοξειδωτικές ιδιότητες των πολυφαινολών που περιέχονται στο κρασί (Torralba, et al., 2012)
Τέλος, σε αρκετές μελέτες μελετήθηκε η επίδραση των πρωτεϊνών του γάλακτος συγκριτικά με την επίδραση πρωτεϊνών από τη λήψη γαλακτοκομικών προϊόντων σόγιας. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι στις ομάδες των συμμετεχόντων με κατανάλωση γαλακτοκομικών τα επίπεδα ουρικού οξέως μειώθηκαν ενώ στις ομάδες που κατανάλωναν γαλακτοκομικά σόγιας τα επίπεδα αυξήθηκαν. Η μείωση αυτή που συντελέστηκε στις ομάδες με τη λήψη πρωτεϊνών γάλακτος και η αύξηση στη λήψη πρωτεϊνών σόγιας εξηγείται από το γεγονός ότι στα γαλακτοκομικά προϊόντα δεν υπάρχει το αυξημένο πουρινικό φορτίο που υπάρχει στα προϊόντα σόγιας (Ekpenyong & Nyebuk, 2015).
Υγιεινές διατροφικές επιλογές με υψηλή κατανάλωση υδατανθράκων, γαλακτοκομικών προϊόντων και φυτικών ινών αλλά και η περιορισμένη κατανάλωση κόκκινου κρέατος υψηλού σε λιπαρά, μπύρας και ηδύποτων είναι πιθανό να μειώνουν τα επίπεδα ουρικού οξέως πλάσματος (Zykova, et al., 2015). Η ενθάρρυνση στην υιοθέτηση συνετών διατροφικών συνηθειών είναι ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός που μπορεί τόσο να προλάβει όσο και να μειώσει τα αυξημένα επίπεδα ουρικού οξέως στο πλάσμα (Ekpenyong & Nyebuk, 2015).
Είναι μια μεταβολική κατάσταση η οποία είναι συνδεδεμένη με αυξημένα επίπεδα ουρικού οξέως.Επιπλέον είναι συνυφασμένη τόσο με την παχυσαρκία όσο και με την υπέρταση (Rho, et al., 2016).
Επιπλέον, η υπερουριχαιμία είναι πολύ συχνή σε άτομα με μεταβολικό σύνδρομο (Villegas, et al., 2012).
Περίπου το ένα τρίτο του ολικού ουρικού οξέως πλάσματος προέρχεται από διαιτητικές πηγές πουρινών όπως προϊόντα κρέατος, ζωικά όργανα, θαλασσινά και μανιτάρια. Πηγές πλούσιες σε πουρίνες αυξάνουν σημαντικά το ουρικό οξύ πλάσματος όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι λήψη τροφίμων πολύ πλούσιων σε πουρίνες μπορεί να αυξήσει το ουρικό οξύ πλάσματος κατά 1,0- 2,0mg/dL μέσα σε 24 ώρες, ενώ λαμβάνοντας ποσότητα τροφής ίσης σε θερμίδες αλλά πτωχής σε πουρίνες για να υπάρξει η ίδια μείωση στα επίπεδα του αίματος θα χρειαστεί να περάσει διάστημα από 7 έως 10 ημέρες. Ειδικότερα όμως, τροφές που περιέχουν περισσότερη αδενίνη έχουν μεγαλύτερη επίδραση στα επίπεδα UA πλάσματος απ ότι αν η διαιτητική πηγή περιέχει περισσότερη γουανίνη, όπως επίσης και αντίστοιχα αποτελέσματα επέρχονται από την κατανάλωση τροφίμων που περιέχουν περισσότερο RNA απ’ ότι DNA αντίστοιχα. Επίσης πηγές υποξανθίνης, AMP (μονοφωσφορική αδενοσίνη), GMP (μονοφωσφορική γουανοσίνη), IMP (μονοφωσφορική ινοσίνη) και αδενίνη προκαλούν μεγαλύτερες μεταβολές στα επίπεδα UA απ’ ότι η ξανθίνη και η γουανίνη. Γίνεται κατανοητό λοιπόν, ότι υπό ίδιες παθολογικές συνθήκες μπορούν να προκληθούν και διαφορετικά αποτελέσματα από τη λήψη διαφορετικών ειδών πουρίνης από την τροφή.
Επιπλέον, η αυξημένη πρόσληψη τροφίμων πλούσιων σε πουρίνες για μεγάλα χρονικά διαστήματα μπορεί να επιφέρει ινσουλινοαντίσταση και τέλος εντατικοποίηση της υπερουριχαιμίας μέσω την μειωμένης απέκκρισης ουρικού οξέως που προκαλεί η αντίσταση στην ινσουλίνη, έχοντας έτσι ένα φαύλο κύκλο (Ekpenyong & Nyebuk, 2015).
Συνοψίζοντας όμως στην κατανάλωση φυτικών πηγών πλούσιων σε πουρίνες, δεν έχει συσχετιστεί με κίνδυνο εμφάνισης υπερουριχαιμίας και ουρικής αρθρίτιδας κυρίως λόγω της χαμηλής τους περιεκτικότητας σε πουρίνες συγκριτικά με αυτή των ζωικών πηγών(Choi, et al., 2004) (Villegas, et al., 2012) (Ekpenyong & Nyebuk, 2015). Ειδικότερα η κατανάλωση αρακά, φακής και φασολιών θεωρείται ασφαλής, όχι όμως και η κατανάλωση σόγιας και αποξηραμένων μανιταριών (Ekpenyong & Nyebuk, 2015).
Σε γενικές γραμμές το αλκοόλ έχει φανεί ότι αυξάνει τον κίνδυνο για εμφάνιση υπερουριχαιμίας.
Πιο συγκεκριμένα, η κατανάλωση άνω των 15 γραμμαρίων ανά ημέρα αυξάνει τον κίνδυνο κατά 93% σε σχέση με τα άτομα που δεν πίνουν αλκοόλ. Το αλκοόλ και ειδικότερα η μπύρα, έχει συσχετιστεί με κατά 2,5 φορές αυξημένο κίνδυνο για ουρική αρθρίτιδα και τα βαριά ηδύποτα κατά 1,6 φορές (Torralba, etal., 2012). Όσον αφορά στο κρασί, κατανάλωση περίπου 240 mlκρασιού την ημέρα δεν σχετίζεται με αύξηση του κινδύνου για υπερουριχαιμία και ουρική αρθρίτιδα. Αυτό το γεγονός είναι πιθανό να οφείλεται στις αντιοξειδωτικές ιδιότητες των πολυφαινολών που περιέχονται στο κρασί (Torralba, et al., 2012)
Τέλος, σε αρκετές μελέτες μελετήθηκε η επίδραση των πρωτεϊνών του γάλακτος συγκριτικά με την επίδραση πρωτεϊνών από τη λήψη γαλακτοκομικών προϊόντων σόγιας. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι στις ομάδες των συμμετεχόντων με κατανάλωση γαλακτοκομικών τα επίπεδα ουρικού οξέως μειώθηκαν ενώ στις ομάδες που κατανάλωναν γαλακτοκομικά σόγιας τα επίπεδα αυξήθηκαν. Η μείωση αυτή που συντελέστηκε στις ομάδες με τη λήψη πρωτεϊνών γάλακτος και η αύξηση στη λήψη πρωτεϊνών σόγιας εξηγείται από το γεγονός ότι στα γαλακτοκομικά προϊόντα δεν υπάρχει το αυξημένο πουρινικό φορτίο που υπάρχει στα προϊόντα σόγιας (Ekpenyong & Nyebuk, 2015).
Υγιεινές διατροφικές επιλογές με υψηλή κατανάλωση υδατανθράκων, γαλακτοκομικών προϊόντων και φυτικών ινών αλλά και η περιορισμένη κατανάλωση κόκκινου κρέατος υψηλού σε λιπαρά, μπύρας και ηδύποτων είναι πιθανό να μειώνουν τα επίπεδα ουρικού οξέως πλάσματος (Zykova, et al., 2015). Η ενθάρρυνση στην υιοθέτηση συνετών διατροφικών συνηθειών είναι ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός που μπορεί τόσο να προλάβει όσο και να μειώσει τα αυξημένα επίπεδα ουρικού οξέως στο πλάσμα (Ekpenyong & Nyebuk, 2015).
Tags
υγεία